- αρχιερατικός
- η , ό[ν] архиерейский, относящийся к архиерею
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀρχιερατικός — of the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιερατικός — ή, ό (AM ἀρχιερατικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχιερέα 2. φρ. α) «αρχιερατική λειτουργία» λειτουργία στην οποία χοροστατεί αρχιερέας β) «αρχιερατικός επίτροπος» κληρικός εξουσιοδοτημένος από τον μητροπολίτη της περιφέρειας… … Dictionary of Greek
αρχιερατικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με τον αρχιερέα, τον επίσκοπο: Ο δεσπότης τον είχε ορίσει αρχιερατικό του επίτροπο σε μια μεγάλη περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχιερατικά — ἀρχιερατικός of the neut nom/voc/acc pl ἀρχιερατικά̱ , ἀρχιερατικός of the fem nom/voc/acc dual ἀρχιερατικά̱ , ἀρχιερατικός of the fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικῶν — ἀρχιερατικός of the fem gen pl ἀρχιερατικός of the masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικόν — ἀρχιερατικός of the masc acc sg ἀρχιερατικός of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικαῖς — ἀρχιερατικός of the fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικοῖς — ἀρχιερατικός of the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικοῦ — ἀρχιερατικός of the masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικούς — ἀρχιερατικός of the masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατικῆς — ἀρχιερατικός of the fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)